- διεκφεύγω
- (Α) [εκφεύγω]1. ξεφεύγω μέσα από κάτι, διαφεύγω2. (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται κίνδυνος) ξεφεύγω, ξεγλιστρώ («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», Πλούτ.)νεοελλ.(αναφορικά με τη νόηση) ξεπερνώ τη διανοητική ικανότητα κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η θεωρία τής σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια τής συνηθισμένης μάθησης»)αρχ.(αναφορικά με πάθος ή ελάττωμα) αποφεύγω, απαλλάσσομαι.
Dictionary of Greek. 2013.